- κακοπαθῶ
- κακοπαθέωto be in ill plightpres subj act 1st sg (attic epic doric)κακοπαθέωto be in ill plightpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
κακοπάθω — κακόπαθος miserable masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακόπαθος miserable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθίζω — (Μ) δυστυχώ, υποφέρω, θλίβομαι, κακοπαθώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοπαθῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω, από τον αόρ. σε ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα] … Dictionary of Greek
προκακοπαθώ — έω, Α [κακοπαθῶ] πάσχω, κακοπαθώ εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
ακακοπάθητος — η, ο [κακοπαθώ] αυτός που δεν έχει κακοπαθήσει, αταλαιπώρητος, αβασάνιστος … Dictionary of Greek
εγκαλινδούμαι — ἐγκαλινδοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. κυλιέμαι μέσα σε κάτι 2. κακοπαθώ 3. ανακατεύομαι σε κάτι … Dictionary of Greek
κακοπάθημα — το [κακοπαθώ] ταλαιπωρία, δυστυχία, βάσανο, δοκιμασία … Dictionary of Greek
κακοπάθηση — η (Μ κακοπάθησις) [κακοπαθώ] ταλαιπωρία, κακουχία, συνήθως παροδική, όπως π.χ. σε ταξίδι, σε προσωρινή διαμονή κ.λπ … Dictionary of Greek
κακοπάθιο — και κακοπάθι, το (Μ κακοπάθιο και κακοπάθι[ο]ν) [κακοπαθώ] νεοελλ. κακοπάθεια, κακά, συμφορές, βάσανα μσν. κακοπάθημα, δυστύχημα … Dictionary of Greek
κακοπαθαίνω — (Μ κακοπαθαίνω) βλ. κακοπαθώ … Dictionary of Greek